Είναι η βουβωνοκήλη στα παιδιά, συγγενής πάθηση; Προκειμένου να απαντηθεί το ανωτέρω ερώτημα με επιστημονική ακρίβεια θα πρέπει πρώτα να απαντηθεί το ερώτημα τι θεωρείται συγγενής πάθηση. Είναι ένας όρος που συχνά δεν διευκρινίζεται επαρκώς και μάλιστα σε πολλά επιστημονικά συγγράμματα αναφοράς γίνεται συχνά άκριτη χρήση του όρου. Ένα πολύ κλασικό παράδειγμα λάθους είναι, σε αρκετές περιπτώσεις τόσο στην ελληνική όσο και στην διεθνή βιβλιογραφία, ο χαρακτηρισμός της παρουσίας της βουβωνοκήλης στα παιδιά ως συγγενούς πάθησης.
Πιο κάτω γίνεται μια προσπάθεια να διευκρινιστούν έννοιες και καταστάσεις ώστε να γίνει σαφές σε οποιονδήποτε προσεγγίζει το ερώτημα καλοπροαίρετα με διάθεση επιστημονικής ακρίβειας, αν και κατά πόσο η βουβωνοκήλη είναι ή όχι πάντα συγγενής στα παιδιά.
Κατά αρχήν συγγενής πάθηση θεωρείται η κατάσταση εκείνη η οποία είναι παρούσα και επιβαρύνει το νεογνό κατά την γέννηση ή μπορεί να εμφανιστεί έως και τον πρώτο μήνα της ζωής. Αυτός είναι ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για την έννοια της συγγενούς πάθησης.
Στο αγγλικό βικιλεξικό βρίσκουμε τον παρακάτω ορισμό. (A congenital disorder, or congenital disease, is a condition existing at birth and often before birth, or that develops during the first month of life (neonatal disease), regardless of causation.) Μτφ. Συγγενής διαταραχή η συγγενής πάθηση είναι μια κατάσταση παρούσα κατά την γέννηση ή πριν την γέννηση ή αυτή η οποία αναπτύσσεται κατά τον πρώτο μήνα της ζωής( νεογνική πάθηση) ανεξάρτητα αιτιολογίας. ( http://en.wikipedia.org/wiki/Congenital_disorder).
Σε μια πιο χαλαρή απόδοση του όρου, συγγενής πάθηση θα μπορούσαμε νε θεωρήσουμε ότι είναι εκείνη η πάθηση της οποίας, όχι η εκδήλωση της και τα συμπτώματα της, αλλά ένα κάποιο υπόβαθρο είναι παρόν κατά την γέννηση. Μια τέτοια θεώρηση θα έκανε βέβαια τις πιο πολλές ιατρικές παθήσεις , αν όχι όλες, να μπορούν χαρακτηριστούν σαν συγγενείς. Πολλές μορφές καρκίνου, αν όχι όλες, τα αγγειακά επεισόδια κάθε μορφής, ο σακχαρώδης διαβήτης, είναι γνωστό σήμερα ότι έχουν κάποιο γενετικό και άρα συγγενές υπόβαθρο.
Έχει όμως είτε στην στενή είτε στην πιο χαλαρή απόδοση του όρου κάποια βάση ο ισχυρισμός περί συγγενούς προέλευσης της βουβωνοκήλης στα παιδιά;
Εκείνο που χωρίς αμφιβολία υπάρχει συγγενώς είναι η παρουσία ανοιχτού ελυτροπεριτοναϊκού πόρου. Θα δούμε όμως ότι αυτό ακριβώς είναι και η αιτία της σύγχυσης, μια και παρουσία αυτής της ανατομικής ιδιαιτερότητας δεν σημαίνει πάντα και την παρουσία της πάθησης βουβωνοκήλη.
Ελυτροπεριτοναϊκός πόρος είναι μια ανατομική δομή η οποία υπάρχει κυρίως κατά την εμβρυική ζωή με την μορφή μιας προσεκβολής του περιτοναίου στο έσω βουβωνικό στόμιο που βοηθάει στην κάθοδο του όρχεως προς το όσχεο. Ο ελυτροπεριταναϊκός πόρος σταδιακά κλείνει και αποφράσσεται τελείως κατά τον ένατο μήνα της εμβρυικής ζωής. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων στους οποίους ο ελυτροπεριταναϊκός πόρος κλείνει μετά την γέννηση στην διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής ή παραμένει ανοιχτός δια βίου.
Σήμερα με τις λαπαρασκοπικές επεμβάσεις μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ενηλίκων ή και παιδιών έχει ανοιχτό και παραμένοντα τον ελυτροπεριταναϊκό πόρο χωρίς να έχει υποχρεωτικά και βουβωνοκήλη. Από την άλλη πλευρά θεωρείται πλέον σχεδόν δεδομένο ότι ακόμα και στους ενήλικες η εμφάνιση μιας βουβωνοκήλης έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την παραμονή ανοιχτού ελυτρoπεριτοναϊκού πόρου. (The etiology of indirect inguinal hernias: congenital and/or acquired.)
Επίσης σε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία αναφοράς στην παιδοχειρουργική διαβάζουμε: By definition then a patent process is a potential defect that must not be confused with a clinically evident hernia. (Μτφ. Εξ ορισμού δεν θα πρέπει να συγχέεται ο ανοιχτός ελυτροπεριταναϊκός πόρος με κλινική παρουσία βουβωνοκήλης.) Swenson’s Pediatric Surgery Fifth Edition σελ. 122
Είναι κοινός επιστημονικός τόπος ότι είναι διαφορετικό πράγμα η παρουσία ανοιχτού ελυτροπεριτοναϊκού πόρου από την ανάπτυξη βουβωνοκήλης στα απιδιά . Το πρώτο είναι μεν αναγκαία συνθήκη αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εγγυάται (δηλαδή να γίνεται πάντα αιτία για δημιουργία βουβωνοκήλης) την παρουσία του δεύτερου. Είτε με την στενή, (παρουσία κατά την γέννηση), είτε με την πιο ευρεία, (αιτιολογία κατά την γέννηση), ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
Τι ορίζεται σαν βουβωνοκήλη; Βουβωνοκήλη είναι η πρόπτωση κοίλου σπλάγχνου (συνήθως του εντέρου) δια μέσου ελλείμματος του περιτοναίου στην περιοχή του έσω βουβωνικού στομίου. Όμως κάθε έλλειμμα ( δηλ. ο ανοιχτός ελυτροπεριταναϊκός πόρος ) δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε δημιουργία βουβωνοκήλης. Αν ίσχυε το αντίθετο και με τα βιβλιογραφικά δεδομένα που υπάρχουν τότε το 1/3 περίπου των αντρών θα έπρεπε σε κάποια στιγμή της ζωής τους να παρουσιάσει βουβωνοκήλη, κάτι που ξέρουμε ότι δεν συμβαίνει. Η βουβωνοκήλη ως πάθηση ναι μεν μπορεί να είναι συγγενής(παρούσα κατά την γέννηση) σε ένα αριθμό νεογνών ( δηλαδή να είναι γεγονός η πρόπτωση κοίλου σπλάγχνου δια μέσου ανοιχτού ελυτροπεριτοναϊκού πόρου), αλλά κυρίως εμφανίζεται αργότερα στην διάρκεια είτε της παιδικής είτε της ενήλικης ζωής σε έδαφος παραμένοντος ελυτροπεριτοναϊκού πόρου μεν, αλλά πρέπει να συντελέσουν και κάποιες άλλες αιτίες. Εκείνο που είναι επίσης κοινός τόπος για την παιδοχειρουργική είναι ότι παρουσία συγγενούς βουβωνοκήλης συνιστά μεγάλο κίνδυνο για την υγεία του παιδιού και αποτελεί αιτία άμεσης χειρουργικής διόρθωσης. Στις μέρες μας είναι εξαιρετικά απίθανο να παραμείνει σε παρακολούθηση νεογνό με βουβωνοκήλη.
Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιείται εδώ είναι ενδεικτική και κυρίως βασισμένη σε έγκυρα επιστημονικά άρθρα που βρίσκονται στο διαδίκτυο , ώστε να μπορεί ο καθένας να έχει πρόσβαση εύκολα. Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν πολλά παρόμοια επιστημονικά δεδομένα. Επίσης όσο και να έγινε προσπάθεια για την εκλαΐκευση του άρθρου είναι δύσκολο να προσεγγιστεί και να κατανοηθεί χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες γνώσεις εμβρυολογίας, ανατομίας, ιατρικής φυσιολογίας, χειρουργικής και ιατρικής ορολογίας.